φατνώνω

φατνώνω
φάτνωσα, φατνώθηκα, φατνωμένος
1. στεγάζω με φατνώματα (με φατνωτή οροφή): Η κεντρική αίθουσα είναι φατνωμένη.
2. κατασκευάζω φατνώματα (βλ. λ.): Ο τεχνίτης φατνώνει την οροφή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φατνώνω — φατνῶ, όω, ΝΜΑ [φάτνη] στεγάζω με φατνωτή οροφή νεοελλ. κατασκευάζω φατνώματα …   Dictionary of Greek

  • φάτνωση — η / φάτνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φατνώνω νεοελλ. αρχιτ. διακόσμηση οροφής με φατνώματα …   Dictionary of Greek

  • φατνωτήρας — ο, Ν αρχιτ. μαρμάρινη πλάκα ή ξύλινη σανίδα, με γλυφές ή όχι, η οποία χρησιμοποιείται για την επένδυση τών τοίχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φατνώνω + κατάλ. τήρας*] …   Dictionary of Greek

  • φατνωτής — ο, Ν [φατνώνω] φατνωτήρας …   Dictionary of Greek

  • φατνώ — όω, ΜΑ βλ. φατνώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”